-
1 αἴθων
αἴθων, ωνος, brennend, Hom. αἴϑωνα σίδηρον Od. 1, 184 u. αἴϑωνι σιδήρῳ Il. 4, 485. 7, 473. 20, 372 als Versende, αἴϑωνας λέβητας Il. 9, 123. 265. 19, 244, αἴϑωνας τρίποδας Il. 24, 233, vom Glanz, funkelnd; ἵπποι αἴϑωνες μεγάλοι Il. 12. 97. 2, 839, Αἴϑων Pferdename Il. 8, 185, αἰετὸς αἴϑων Il. 15, 690, ταῠρον αἴϑωνα μεγάϑυμον ll. 16, 488, βόες αἴϑωνες μεγάλοι Od. 18, 372, αἴϑωνα λέοντα Il. 11, 548. λέοντ' αἴϑωνα Il. 18, 161. ( δαφοινὸν) δέρμα λέοντος αἴϑωνος μεγάλοιο Il. 10, 24. 178, entweder vom Glanz (der Farbe), oder von der feurigen Kraft; – σίδηρος Soph. Ai. 147; ἥλιος Pind. N. 7, 73, κεραυνός P. 3, 58. Von der Farbe des Fuchses Ol. 10. 20, des Rauches P. 1. 23; sp. D. λύκος, κύων, κίρκος; – ἀνήρ Hitzkopf Aesch. Spt. 430; Soph. Ai. 221 (v. l. αἴϑοψ), ὑβριστής Ai. 1067; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33 αἴϑων Κλέων vgl. Alex. Ath. XI, 502 f; Plat. Rep. VIII, 559 d ϑῆρες αἴϑωνες καὶ δεινοί; λιμός Epigr. bei Aesch. 3, 184; Callim. Cer. 67 von Suid. ὁ βίαιος erkl.; αἴϑ ων λογισμός, eifriges Rechnen, bei Ath. VIII, 305 f.
См. также в других словарях:
μεγάθυμος — η, ο (Α μεγάθυμος, ον) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος 2. (για ζώο) ζωηρός («ταῡρον... αἴθωνα μεγάθυμον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. καρτερικός, υπομονητικός. επίρρ... μεγαθύμως με γενναιοφροσύνη, μεγαλόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θυμός (πρβλ. εύ θυμος, κακό … Dictionary of Greek